Οι Τσέντσι του Πέρσι Σέλλεϋ, του σημαντικού ποιητή, εκπροσώπου του βρετανικού ρομαντισμού του 19ου αιώνα, είναι ένα έργο σπάνιο. Μένει ανεξίτηλα στη μνήμη. Η ποιητική γραφή του, μεστή νοημάτων, το λεπτό ψυχογράφημα των ηρώων, η φιλοσοφική αναζήτηση εννοιών όπως η δικαιοσύνη και η ελευθερία, τα όρια της ηθικής, μέσα από μια δυναμική πλοκή, κάνουν το έργο μοναδικό.
Στη Ρώμη του 1599 κατά την διάρκεια της θητείας του πάπα Κλήμη Η’ ξεκληρίστηκε μια ολόκληρη αρχοντική οικογένεια, από τις πλουσιότερες της πόλης. Ένας ακόρεστος γέρος, ο Φραντσέσκο Τσέντσι, αφού είχε περάσει την ζωή του μέσα στην διαφθορά και στα εγκλήματα, εξαγοράζοντας με χρυσάφι την ατιμωρησία από τον πάπα, ξεπέρασε τα όρια: άρχισε να νιώθει ένα αδυσώπητο μίσος προς τα ίδια τα παιδιά του, που πήρε την μορφή αιμομικτικού πάθους προς την κόρη του, Βεατρίκη. Εκείνη, μια ευγενική και αξιαγάπητη ύπαρξη, για να ξεπεράσει την φρίκη της επαναλαμβανόμενης αυτής πράξης, που ο νόμος άφηνε ατιμώρητη, προχώρησε μαζί με τα αδέλφια και την μητριά της στην αυτοδικία. Όταν η πράξη τους αποκαλύφθηκε ήρθε αδυσώπητη, χωρίς ελαφρυντικά, η καταδίκη.
Ο Σέλλεϋ, διακόσια χρόνια αργότερα, ανακάλυψε στα ταξίδια του στην Ιταλία ένα σπάνιο χειρόγραφο που αποκάλυπτε τα γεγονότα και την διεφθαρμένη στάση του πάπα. Για την κοινωνία της Ρώμης αποτελούσε ακόμη ταμπού, η φριχτή αυτή ιστορία αιμομιξίας πατροκτονίας και ολιγωρίας και αδικίας του νόμου. Θαύμασε τις προσωπογραφίες της Βεατρίκης στο μέγαρο Κολόνα. Το θέμα συγκλόνισε τον Σέλλεϋ τόσο που αποφάσισε να γράψει ένα θεατρικό έργο με τίτλο «Οι Τσέντσι». Θέλησε να υπονοήσει την φρίκη και να μην την παρουσιάσει πάνω στην σκηνή αλλά και να αποφύγει τα ηθικά διδάγματα, θεωρώντας ότι υψηλός ηθικός σκοπός της τέχνης είναι να διδάξει στην ανθρώπινη ψυχή, τον εαυτό της.
Η μορφή της Βεατρίκης Τσέντσι, που στην σύντομη ζωή της υπέστη τις κακοποιήσεις και την βία του πατέρα της, καθώς και η τραγική της κατάληξη, έγινε σύμβολο αντίστασης για τον ρωμαϊκό λαό και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλά έργα τέχνης (πίνακες, γλυπτά, θεατρικά και μουσικά δραματικά έργα, ταινίες και μυθιστορήματα).
Η εκτέλεσή της στις 11/9/1599 προκάλεσε μια μικρή λαϊκή εξέγερση στην Ρώμη, ενώ υπάρχει ο μύθος ότι κάθε χρόνο εκείνη την μέρα το φάντασμά της περνά την γέφυρα του Κάστρου των Αγγέλων στον Τίβερη, κρατώντας το κομμένο της κεφάλι.
Η Μπεατρίτσε, μέσα από την φαύλη πράξη της, «καθαγιάζεται», και γίνεται ένα σύμβολο ηθικής ελευθερίας. Ο Φραντσέσκο Τσέντσι, μέσα από την σχεδόν καλλιτεχνική επιθυμία του να φτιάξει έναν δρόμο απόλυτου Κακού, ξαναβρίσκει μια παράδοξη παιδικότητα, αλλά δε γίνεται να συγχωρεθεί.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΕΛΛΕΫ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΑΤΡΙΚΗΣ ΤΣΕΝΤΣΙ
«Πώς είναι δυνατόν, εγώ Θεέ μου να φύγω ξαφνικά απ’ αυτόν τον κόσμο και να βρεθώ στο υγρό σκουληκιασμένο χώμα; Ποτέ μου να μην ξαναδώ τον ήλιο ν’ ανατέλλει και να μην ξανακούσω παιδικές χαρούμενες φωνές; Να μην αφαιρεθώ σε όμορφες, άχρηστες σκέψεις; Πώς γίνεται την μια στιγμή να είμαι και την άλλη να μην είμαι;»
(Βεατρίκη από τους «Τσέντσι» του Σέλλεϋ)
Η παράσταση θέλει να φέρει αυτή τη σκληρή ιστορία του 1600, βουτηγμένη μέσα από τον ρομαντισμό του Σέλλεϋ σε ένα χρόνο τόσο προσωπικό, τόσο άμεσο, ώστε να μην έχει σημασία αν είναι τότε ή σήμερα, αλλά μόνο η βαθιά ψυχική εντύπωση που μας προκαλεί.
Το φιλύποπτο περιβάλλον διαρκώς παρόν, ωτακουστές, υπηρέτες, κινούμενοι τοίχοι, πλάσματα μεσαιωνικά, επιβιώνουν σε έναν υπερχρόνο. Η συγκινητική πορεία της Μπεατρίτσε από το σκοτάδι προς το φως μας παρασέρνει και μας κάνει να αναζητήσουμε μέσα μας το σε τι πιστεύουμε, σε τι θα μπορούσαμε να πιστεύουμε και το τι μένει.