Ο Μάκης
του Βασίλη Κατσικονούρη
Σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης & Ερρίκος Λίτσης
Πρεμιέρα: Παρασκευή 7 Οκτωβρίου
Αθήνα, καλοκαίρι. Ο παππούς είναι στο σπίτι. Οι δικοί του έχουν πάει διακοπές. Σαντορίνη, Πάρο… Παλιά πήγαινε κι αυτός διακοπές. Μακρόνησο, Γυάρο… Τώρα έχει μείνει μόνος του. Με τις εμμονές του, τη ματαίωση, το φόβο του. Δε νοσταλγεί τίποτα κι ούτε πενθεί· παρά μόνον ποθεί: Για λίγο ακόμα. Έστω κι αν όλοι και όλα γύρω του τον έχουν προγραμμένο... Εκείνος ο μακρινός, ανεξήγητος πόθος δεν τον αφήνει να παραδεχτεί ότι έχει ξοφλήσει. Κι αν τελικά το κάνει, θα το κάνει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη φασαρία.
Σε αυτό το οδοιπορικό του —εντός ενός δωματίου— ο παππούς μονολογεί παρέα με τον σιωπηλό κάτοικο μιας γυάλας. Οι λέξεις ακολουθούν η μία την άλλη πυρετωδώς, σπάζοντας ειρωνικά και απείθαρχα τη σιωπή του θερινού σκηνικού. Ένα τάνγκο μοναχικό, ένας άνδρας νέος και γέρος ταυτόχρονα, στην άκρη του σκαλοπατιού, ταλαντεύεται δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του. Δίπλα του ο σιωπηλός ακροατής γίνεται μάρτυρας σε έναν υπαρξιακό μονόλογο μιας βαθύτερης μάχης: Μια ύστατη προσπάθεια να ξορκίσει την ανελέητη πορεία της ύπαρξης.
Βαθιά σαρκαζόμενος και ορμητικός, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που ρίχνει μια ματιά στη βαλίτσα της ζωής του μην θέλοντας —αλλά και μην μπορώντας πια— να αλλάξει τίποτα. Τα πιστεύω του και η ηθική του, η ιδεολογία του, οι σχέσεις του και η κρυμμένη του τρυφερότητα, ο ρόλος του ως πατέρας, τα όνειρά του, η ευαίσθητη αλλά και σκληρή ματιά του, ευάλωτος και άτρωτος την ίδια στιγμή, γελοίος ως ανικανοποίητος, ανώριμος και ταυτόχρονα αθώος.
Στο άδειο σπίτι, μόνος του, χλευάζει τους πάντες και τα πάντα μα πάνω απ’ όλα τον ίδιο του τον εαυτό. Μια φιγούρα τραγική, βαθύτατα ανθρώπινη, που απομένει να χαμογελάει...
*Αλλαγές εισιτηρίων πραγματοποιούνται μέχρι και 24 ώρες πριν την έναρξη της παράστασης.