Μία millennial σκηνοθέτης με σπουδές στην υποκριτική και στη σκηνοθεσία, προσπαθεί να πρωτοπορήσει ανεβάζοντας ένα λαϊκό έργο της δεκαετίας του ’70 σε μία "meta" εκδοχή, εντάσσοντας όλες τις φόρμες θεάτρου που έχει δει και διδαχθεί. Διαλέγει το έργο, μάλλον, τυχαία κι αρνείται πεισματικά να το αποδώσει. Κοροϊδεύει τη λαϊκότητα της ομιλίας, χλευάζει της δυσκολίες της ζωής των χαρακτήρων. Τις αντιλαμβάνεται ως κοινοτυπίες, γραφικότητες μιας άλλης γενιάς, σαφώς πιο πρωτόγονης από τη δική της. Το αποτέλεσμα; Ένα δραματούργημα.
Ο θίασος απαρτίζεται από ηθοποιούς που τελείωσαν δραματικές σχολές, πήγαν σε casting, σε σεμινάρια σκηνοθετών κι είναι πρόθυμοι να πρωτοπορήσουν, παρότι δεν τους απασχολεί καθόλου το έργο. Αυτό που κατά βάθος,θα ήθελαν ,είναι να καταφέρουν να παίξουν στην τηλεόραση, να δίνουν συνεντεύξεις στις πρωινές εκπομπές και να κάνουν επιτέλους περήφανη την Ελληνίδα μάνα τους.
Ηθοποιούς που η δίψα τους για αναγνώριση, ασυνείδητα, τους ξυπνά «φονικά» ένστικτα. Ένστικτα που πηγάζουν από τον ανταγωνισμό και την απόρριψη που έχουν βιώσει βγαίνοντας στο «σανίδι». Ένστικτα που μοιάζουν με τα ένστικτα των φυλακόβιων που καλούνται να ενσαρκώσουν στο έργο.
Το έργο είναι μια «ανοιχτή» πρόβα στην οποία βλέπουμε το political correct να εκτελείται στα πέντε μέτρα. Πρόκειται για μία σκληροπυρηνική κωμωδία, ωδή στη σοβαροφάνεια με την οποία αντιλαμβανόμαστε την τελετουργία της πρόβας. Μία αυτοσαρκαστική σάτιρα που παρότι δεν τηρεί τους όρους της πολιτικής ορθότητας ,σέβεται απόλυτα της αξίες που πρεσβεύει. Καυτηριάζει τον έμμεσο και τον άμεσο ρατσισμό που επωάζεται στις μέρες μας, παρουσιάζει τον τρόμο των νέων καλλιτεχνών μπροστά στο cancel culture και ξεμπροστιάζει τη δήθεν ευαισθησία και αλληλεγγύη που εκφράζεται στα social media και λησμονείται εντός ολίγων ημερών. Μία “meta” επιθεώρηση που απευθύνεται στους μυημένους στο θεατρικό «γίγνεσθαι» θεατές, αλλά και σε όλους όσους είναι πρόθυμοι να κάψουν κάποια εγκεφαλικά κύτταρα.