Το σώμα, ως ύλη, ορίζεται επί τη βάσει της αιώνιας διαμάχης του με το πνεύμα ή μήπως, αν αποδομήσουμε αυτή τη συνθήκη, προσεγγίσουμε, εν τέλει, την ουσία της ύπαρξης «ως ενσώματες συνειδήσεις που κατοικούμε στον κόσμο»; (:Ορολογία του Merleau-Ponty).
Το έργο -εμπνευσμένο από το ομώνυμο άλμπουμ του Βασίλη Κωνσταντινάκου «Essence»- πραγματεύεται τον έρωτα μέσα από μια διαλεκτική οντοτήτων και υποστάσεων, θέτοντας, παράλληλα, υπαρξιακούς προβληματισμούς σχετικά με τη ζωή, τον θάνατο, την αλήθεια, την ελευθερία. Διαδραματίζεται στο μεταίχμιο δύο κόσμων, μεταξύ Εμμένειας και Υπέρβασης, έχει επιρροές από τη φιλοσοφία του Spinoza, τον υπαρξισμό του Jean-Paul Sartre, τους σύγχρονους στοχαστές Alain Badiou και Byung-Chul Han, ενώ ενσωματώνει και αποσπάσματα από έργα πεζογράφων και ποιητών του κόσμου –ελληνική και ιαπωνική ποίηση, ισπανόφωνους και αγγλόφωνους ποιητές, Ρωσίδες και Ιρανές ποιήτριες.
Η Σίβυλλα, κόρη της Εμμένειας και του Υπερβατικού Θεού, γεννήθηκε στη γη μα δεν μπορεί να πεθάνει. Δεν τη λες όμως και αθάνατη, γιατί αποποιήθηκε την εξουσία της Υπέρβασης. Ο πατέρας της την εξόρισε στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, φυλακισμένη να κρύβεται από θεούς και θνητούς, καθώς αυτή αρνήθηκε να γίνει στη γη η απεσταλμένη του. Μόνη σωτηρία της η «Μεθέλια», το δέντρο με το μυστικό πέρασμα στα άβατα των ενστίκτων και της πρώτης ύλης, και… το άνθος της, το αδράχτι που θα παγιδεύσει τους πρώτους διαβάτες. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τη Θνητή και τον Έρωτα.
Έξι εκκλήσεις αποζητούν λύτρωση…
Η Σίβυλλα, να βιώσει δυνατούς έρωτες, έχοντας πλήρη επίγνωση του σωματικού της κόστους.
Η Θνητή, να καθαιρέσει το μοντέλο του ανελεύθερου έρωτα που της επιβάλλει ένας κόσμος εγκλωβισμένος στην εξουσία της Υπέρβασης και σε μια αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία, εν τέλει, δεν είναι τίποτα περισσότερο από κάποιο σολιψιστικό πεδίο του σύμπαντος.
Ο Έρωτας, να αποκτήσει σώμα, πίνοντας, έτσι, και ο ίδιος από το κρασί που κερνάει τους ανθρώπους.
Το Χάος, να κατοικήσει στον κόσμο, όχι ως ετεροτοπία αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι του μέσα από την αποδοχή του ανοίκειου.
Οι Απουσίες -ο Χορός- να γίνουν οι πιθανότητες που πραγματώθηκαν, οι Παρουσίες, καθαιρώντας, έτσι, τον τελεολογικό χαρακτήρα της ταυτότητας και θέτοντας το ον ως δυνατότητα πολλαπλών εμφανίσεων. Οι εαυτοί μας καραδοκούν στη γωνία και περιμένουν να τους ανάψουμε τα φώτα.
Απαιτείται, λοιπόν, ένα χάος, ένας έρωτας και -πολύ συγκεκριμένα- η αποδοχή της ίδιας της ζωής, υπαγόμενης στους νόμους της αναγκαιότητας και όχι της αιτιότητας.
Ο υπερβατικός κόσμος, έξω από τη σφαίρα της εγκόσμιας εμμένειας, είναι ένας χώρος ακατάλληλος για όσους αισθάνονται την πολυπλοκότητα στις συνδέσεις, για όσους κατανοούν την ολότητα μέσα από τα αποσπάσματα, για όσους αντέχουν να ζουν με τη βεβαιότητα ότι η δυνητικότητα είναι παρούσα και για όσους έχουν την ανάγκη να μοιραστούν με το περιβάλλον τους τις δομές που ανακαλύπτουν, την αποδόμηση του δεδομένου.
Φιλοσοφική σκέψη και πυρηνικές συνδηλώσεις του έργου...
Εμμένεια και Υπέρβαση: πρόκειται για δύο αντιθετικούς πόλους, ο φιλοσοφικός πυρήνας των οποίων δομεί και αποδομεί κουλτούρες, κοινωνικο-πολιτικά ρεύματα και καλλιτεχνικές τάσεις. Σε μια αισθητική εμμένειας εμφανίζεται η τέχνη του 20ου αι. με τους πρωτοπόρους Robert Smithson και John Cage, με το καλλιτεχνικό κίνημα Fluxus, αλλά και στις παραστατικές τέχνες με το αυτοποιητικό θέατρο. Η εμμένεια, στη φιλοσοφία, έχει την απαρχή της στον Σπινόζα. Ο Θεός του Σπινόζα δεν είναι κάποια υπερβατική δύναμη που συμμετέχει ενεργά στην ανθρώπινη ύπαρξη ως δικαστής, αλλά εμμενής στην ουσία του, γι’ αυτό και τα ανθρώπινα όντα αποτελούν τρόπους της έκφρασής του, με σώμα-ψυχή αδιαίρετα. Η εμμενής αιτιότητα του θεού/φύση, έτσι όπως τη συλλαμβάνει ο Σπινόζα, διαφοροποιείται από τη μεταβατική αιτιότητα που θέλει το αποτέλεσμα να υπάγεται σε κάποια αιτία. Η εμμενής αιτιότητα εμπεριέχει τα αποτελέσματά της με τρόπο που να αποτελούν και την ουσία της ύπαρξής της. Πάνω σ’ αυτό το οικοδόμημα, ο Σπινόζα ταυτίζει την ελευθερία του υποκειμένου όχι με τη βούληση, αλλά με την αναγκαιότητα, ως τη φυσική ανάγκη, δηλαδή, του υποκειμένου να δρα και να εκφράζεται ελεύθερα.
Σύμφωνα με τον Merleau-Ponty, ο αληθινός κύβος είναι ο παρών κύβος και όχι αυτός που έχει έξι έδρες, καθώς δεν μας παρουσιάζονται ποτέ και οι έξι έδρες συγχρόνως.
Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να χαρτογραφηθεί ένας ολόκληρος κόσμος, όταν η ίδια μας η αντίληψη μπορεί μόνο να εστιάσει και όχι να δει ολόκληρη την εικόνα, και όταν, μάλιστα, αυτή η εστίαση διαμορφώνεται μέσα από τυχαίες γεγονότητες; Πώς μπορούμε να μιλάμε για καθολικότητα και αντικειμενικότητα, όταν δεν κατέχουμε όλη την κοσμική γνώση και η ίδια μας η κοσμοθεωρία φιλτράρεται, αναδιαμορφώνεται, δομείται και αποδομείται συνεχώς; Αν, λοιπόν, η ανάγνωση βρίσκει το κέντρο της έξω από μας, οι δράσεις και οι σκέψεις μας ηνιοχούνται από υπερβατικές νομοτέλειες και υποβαθμίζεται η αξία της υπόστασης στην υποτέλεια μιας καθολικής και δαμασμένης αλήθειας. Μιας δανεικής αλήθειας και ενός ετεροκαθορισμού της ύπαρξης.
Η ανάγκη του ανθρώπου για σωματικές/βιωματικές εμπειρίες είναι το αντιστάθμισμα στην κοινωνία της εικόνας και των ομοιωμάτων, όπως περιγράφει ο Μπωντριγιάρ τον σύγχρονο κόσμο. Η αποσωματοποίηση του όντος είναι το νέο δεδομένο. Το ψηφιακό σώμα γίνεται αντικείμενο κατάχρησης από το ίδιο το υποκείμενο και αντικείμενο υπεραξίας από την ψηφιακή μάζα. Η οσμή, η ηχητικότητα, η αύρα, το βλέμμα, το άγγιγμα, οι αισθήσεις, ως δομικές συνιστώσες των ενεργειακών διακυβευμάτων, εκλείπουν και το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι την ονομαστική τους αξία στο πεδίο μιας ετεροτοπίας -ο ζωντανός κόσμος φαντάζει πλέον ως ετεροτοπία, ως ο αλλότριος. Ο φόβος της ζωντανής έκθεσης, της απόρριψης και του διακυβεύματος θυσιάζονται προς χάριν της ανεξάντλητης αντικατάστασης.
Τα θραύσματα, επομένως, των μετα-αφηγήσεων και το ψηφιακό σώμα φλέγουν την ανάγκη για βίωμα, ως αντίδραση στο «νεκρό σώμα» που ζει και ηνιοχείται από την ψηφιακή εικόνα του. Οι θεσμοί τιθασεύουν τα ορμέμφυτα προβάλλοντας αυτή την ηνιόχηση ως πολιτισμική ταυτότητα, η οποία πόρρω απέχει από την καθαυτή έννοια του πολιτισμού, της ελευθερίας του λόγου και της τέχνης. Το ερώτημα, λοιπόν, αφορά την αντίστροφη διαδικασία. Πώς περνάμε από την πολιτισμική ταυτότητα στην ενεργοποίηση των ενστίκτων; Αυτό συμβαίνει σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όταν διαπερνούν το σώμα μας οι επιπτώσεις της δυαρχίας έρωτας-θάνατος.
Μελετώντας την αποκλίνουσα τάση του έρωτα για πραγματικό βίωμα στην κοινωνία της μετα-νεωτερικότητας, ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν αντιπαραβάλλει στην έννοια του ναρκισσιστικού υποκειμένου την ατοπία του Άλλου. Σύμφωνα με τον Χαν η σχέση που τα ορίζει είναι η διάβρωση, καθώς το ναρκισσιστικό υποκείμενο «δεν μπορεί να καθορίσει με σαφήνεια τα όριά του» και «ο κόσμος του φαίνεται σκιαγράφηση του εαυτού του». Η κοινωνία της πληροφορίας «δεν επιτρέπει καμία αρνητικότητα του άτοπου», με αποτέλεσμα να εξ-ομοιώνει την ενδεχομενικότητα και την ετερότητα με ποσοτικές επιπτώσεις στους άξονες της προόδου και της θετικότητας. «Από τη στιγμή που ο Άλλος απογυμνώνεται από την ετερότητά του, δεν μπορεί κάποιος να τον αγαπήσει, μόνο να τον καταναλώσει».
Στο πεδίο της Φαινομενολογίας η ταυτότητα ορίζεται μέσω της παρουσίας και της απουσίας. Δεν πρόκειται για δύο αντιδιαμετρικές πολώσεις, αλλά για εμφάνιση της παρουσίας ως τροπικότητα της απουσίας. Η παρουσία ενός πράγματος θεωρείται ακύρωση μιας απουσίας, ως, δηλαδή, μη-απουσία. Η αίσθηση της απουσίας, επομένως, υποβόσκει σε κάθε εμφάνιση, καθώς μεταφράζεται ως η πιθανότητα που πραγματώθηκε και η ταυτότητα, ως η απουσία που ενέχεται σε κάθε παρουσία. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, καθαιρούνται ο τελεολογικός και ο αμετάβλητος χαρακτήρας της ταυτότητας, αφού η παρουσία ομολογεί την ολοκλήρωση, ενώ η απουσία το ατελεύτητο βάθος.
Ο αντικειμενικός μας κόσμος, λοιπόν, είναι ο κόσμος των φαινομένων και όχι ένας a priori κόσμος που πρέπει να ανακαλύψουμε. Αντίθετα, θέλουμε να ανακαλύψουμε τη μυστηριώδη έλξη που ελλοχεύει σε κάθε άπωση και την παράξενη άπωση που ενυπάρχει σε κάθε έλξη. Να κατανοήσουμε την ύπαρξη, όχι ως νόημα του υπάρχειν, αλλά ως τρόπος του υπάρχειν, ως συν-ύπαρξη. Μήπως, εν τέλει, αυτή είναι η ουσία της;