Η ταινία ξεκινά στο τέλος του καλοκαιριού του 1945 στο σπίτι της φαμίλιας των Κορλεόνε, μιας ιταλο-αμερικάνικης οικογένειας μαφιόζων της Νέας Υόρκης. Ο Δον Βίτο Αντολίνι Κορλεόνε (Μάρλον Μπράντο) αρχηγός της φαμίλιας, γνωστός και ως «Ο Νονός», παντρεύει το μικρότερο παιδί του, την κόρη του Κόνι με τον Κάρλο. Στη διάρκεια του γάμου εμφανίζονται όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και σκιαγραφείται ο χαρακτήρας τους. Ο Σαντίνο ή Σόνι (Τζέιμς Κάαν) είναι ο πρωτότοκος γιος του Βίτο, ικανός, αλλά οξύθυμος και παθιασμένος, προορίζεται για διάδοχος του πατέρα του. Ο δευτερότοκος Φρέντο (Τζον Καζάλ) είναι ένα καλοκάγαθο, αλλά όχι ιδιαίτερα ικανό άτομο και ο τριτότοκος, ο Μάικλ (Αλ Πατσίνο) ένας ιδεαλιστής και έξυπνος νέος, που κατατάχθηκε εθελοντικά στους πεζοναύτες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την αντίδραση της οικογένειάς του, και διακρίθηκε για την γενναιότητά του. Έχει μόλις αποστρατευτεί, σχεδιάζει να τελειώσει τις σπουδές του και ονειρεύεται μια κανονική και νόμιμη ζωή, παρά τις φιλοδοξίες του πατέρα του για πολιτική καριέρα. Μέλος της οικογένειας είναι και ο Τομ Χέιγκεν (Ρόμπερτ Ντιβάλ), τον οποίο περιμάζεψε μικρό και ορφανό από τον δρόμο ο Δον Βίτο, τον υιοθέτησε και τώρα ως έμπειρος δικηγόρος, έχει τη θέση του «Κονσιλιέρε» (συμβούλου) του Δον. Επειδή όμως δεν είναι σικελικής καταγωγής, δεν δικαιούται να ανέβει στην ιεραρχία. Κατά τη διάρκεια του γάμου, ο Δον Βίτο και ο Τομ Χέιγκεν δέχονται αιτήματα, από πολλούς, για διάφορες χάρες, εξαιτίας του ότι «κανένας Σικελός δε μπορεί να αρνηθεί ένα αίτημα την ημέρα του γάμου της κόρης του»…
Ένα πολυδιάστατο αριστούργημα, τόσο κλασικό όσο και μοντέρνο, κορυφαίο δείγμα της αφηγηματικής δύναμης του αμερικανικού σινεμά. Βραβευμένο με τρία Όσκαρ (καλύτερης ταινίας, διασκευασμένου σεναρίου και Α΄ αντρικού ρόλου) παραμένει αμετακίνητο σημείο αναφοράς για κάθε κινηματογραφικό δραματικό έπος, ενώ αποτελεί την ταινία που ανανέωσε δυναμικά το Χόλιγουντ στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μεγαλειώδης οικογενειακή saga σαιξπηρικών διαστάσεων, Ο Νονός, είναι μια διαχρονικά επίκαιρη παραβολή για την βία, το έγκλημα, την τιμωρία, για την αλαζονεία και για την ρίζα του κακού που βρίσκεται στα θεμέλια του αμερικανικού ονείρου. Εντέλει, για το πως η μανία της εξουσίας οδηγεί κατευθείαν στο βασίλειο της απόλυτης μοναξιάς. Γυρισμένο με αξιοθαύμαστη αφηγηματική πυκνότητα με μεγάλη εικαστική δύναμη, καθιέρωσε εν μια νυκτί τον 32χρονο Φράνσις Φορντ Κόπολα στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών ο οποίος με την βοήθεια όλων των συντελεστών, που είναι άψογοι, συνθέτει μια όπερα για την πολυπλοκότητα και την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Ο αξεπέραστος Μάρλον Μπράντο, χάρις στην επιμονή του Κόπολα που ήθελε μονάχα αυτόν και κανέναν άλλον ως πρωταγωνιστή -και παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των παραγωγών που δεν τον ήθελαν - πήρε τον ρόλο βάζοντας βαμβάκι και χαρτοπετσέτες στο στόμα και αλλοιώνοντας κυριολεκτικά το πρόσωπό του, ώστε να μοιάζει πολύ μεγαλύτερος, καθώς όταν γυρίστηκε η ταινία ήταν μονάχα 47 χρόνων.