Η ιστορία της ταινίας βασίζεται στην ηρωική εξέγερση της Βαρσοβίας ενάντια στους γερμανούς κατακτητές, στην οποία πήραν μέρος τον Σεπτέμβριο του 1944 δεκάδες χιλιάδες πολωνών πατριωτών, η πλειοψηφία των οποίων εξοντώθηκε. Η ταινία καταγράφει τις τελευταίες αγωνιώδεις ώρες μιας ομάδας αντιστασιακών, που καταφεύγει στους υπόνομους της πόλης, προσπαθώντας να περάσει κάτω από τον ασφυκτικό κλοιό των Γερμανών που τους έχουν παγιδέψει. Χαμένοι μέσα στον δαίδαλο των υπονόμων, που μοιάζουν να μην οδηγούν στον πάνω κόσμο, πιασμένοι σαν τα ποντίκια στην φάκα, κουρασμένοι και απελπισμένοι, βυθισμένοι (κυριολεκτικά) στον πάτο μιας επίγειας κόλασης, διαλυμένοι ψυχικά και σωματικά από τον άνισο αγώνα που δίνουν, σκέφτονται πως ο θάνατος ίσως να είναι η μόνη λύση…
Το Κανάλ, δεύτερη ταινία του Αντρέι Βάιντα και δεύτερο μέρος μιας από τις καλύτερες αντιπολεμικές τριλογίες που έχουν γυριστεί ποτέ, είναι μια συγκλονιστική ελεγεία της φρίκης και του τρόμου του πολέμου. Ο σεναριογράφος Γιέρζι Στεφάν Σταβίνσκι, που είχε πάρει μέρος στην εξέγερση, αποδίδει με ιστορική ακρίβεια και ειλικρίνεια τα γεγονότα, ενώ ο Βάιντα κινηματογραφεί αυτή την κάθοδο στον κάτω κόσμο με πρωτόγνωρη σκηνοθετική ορμή και σε εξπρεσιονιστικούς τόνους - σε όλες τις αποχρώσεις του μαύρου. Θα πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι η επίσημη προπαγάνδα, αμέσως μετά τον πόλεμο, είχε καλύψει μ’ ένα πέπλο σιγής τα περιστατικά και τις συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε η εξέγερση, καθώς τα σοβιετικά στρατεύματα (που βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη του ποταμού Βιστούλα), καθυστέρησαν αδικαιολόγητα να φτάσουν και να τους σώσουν - γι’ αυτό και η ταινία ενόχλησε, αλλά «πέρασε». Μάλιστα, υπήρξε η πρώτη ταινία της πολωνικής σχολής που κέρδισε μεγάλο βραβείο στις Κάννες, επιβάλλοντας διεθνώς τον τότε 30χρονο σκηνοθέτη της. Γράφει σχετικά ο Ερίκ Ρομέρ σε ρόλο κινηματογραφικού κριτικού (τότε), στο περιοδικό Arts «…αυτός ο υπόγειος και δυσώδης λαβύρινθος, αυτό το ύδωρ της Στυγός, δεν έχει την ανάγκη του λόγου για να τονώσει την ευγλωττία του, όταν μέσα από την ‘πτήση’ ενός εξαίσιου τράβελινγκ προς τα μπρος, ανακαλύπτουμε στην άκρη της δύσοσμης νύχτας και πίσω από τα αδιαπέραστα σιδερένια κάγκελα, τα θολά νερά του Βιστούλα, που ωστόσο φαντάζουν τόσο λαμπερά στα μάτια των φυγάδων…».