Το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ του Τζιανφράνκο Ρόζι κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2016 και ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ την ίδια χρονιά.
Ο Σαμουέλε είναι 12 χρονών και ζει σε ένα νησί στη μέση της θάλασσας. Πηγαίνει στο σχολείο, του αρέσει να ρίχνει με τη σφεντόνα του και να κυνηγά. Προτιμά να παίζει στη γη παρόλο που τα πάντα γύρω του αναφέρονται στη θάλασσα και τους άνδρες, γυναίκες και παιδιά που επιχειρούν να τη διασχίσουν, για να φτάσουν στο νησί του. Αλλά το τελευταίο δεν είναι ένα οποιοδήποτε νησί, το όνομα του είναι Λαμπεντούζα και αποτελεί το πιο συμβολικό σύνορο της Ευρώπης, το οποίο διασχίζουν χιλιάδες άνθρωποι τα τελευταία είκοσι χρόνια, σε αναζήτηση ελευθερίας.
Παραλαμβάνοντας το βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, από την πρόεδρο της κριτική επιτροπής, Μέριλ Στριπ, ο Τζιανφράνκο Ρόζι το αφιέρωσε στους κατοίκους της Λαμπεντούζα και δήλωσε πως στο βάθος της σκέψης του βρίσκονται όλοι εκείνοι που δεν έφτασαν ποτέ στο νησί.
Ενώ η αρχική ιδέα του Ιταλού δημιουργού, όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά το νησί Λαμπεντούζα, ήταν να γυρίσει μια μικρού μήκους ταινία, γρήγορα συνειδητοποίησε ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συμπτύξει έναν τόσο πολύπλευρο κόσμο σε λίγα μόνο λεπτά. «Σε ό,τι με αφορά, και για καιρό, η Λαμπεντούζα δεν ήταν παρά ένας θόρυβος φωνών και εικόνων, παραγόμενος από τηλεοπτικά σποτ, και τίτλοι που σοκάρουν σχετικά με θανάτους, καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, εισβολών και λαϊκιστικών εξεγέρσεων. Ωστόσο, όταν πήγα στο νησί, ανακάλυψα ότι η αλήθεια βρίσκεται αρκετά μακριά από αυτό που αναπαράγουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι πολιτικοί και συνειδητοποίησα ότι θα ήταν αδύνατο να συμπτύξω ένα σύμπαν τόσο σύνθετο, όσο αυτό της Λαμπεντούζα, σε λίγα μόνο λεπτά. Η κατανόησή του απαιτούσε πλήρη και παρατεταμένη απορρόφηση. Δεν θα ήταν εύκολο. Ήξερα ότι θα έπρεπε να βρω έναν τρόπο να εισχωρήσω» αναφέρει στο σκηνοθετικό σημείωμά του ο Τζιανφράνκο Ρόζι. Για τις ανάγκες της ταινίας, μετακομίζει και περνάει περίπου ένα χρόνο στο νησί, όπου εστιάζει στους μόνιμους κατοίκους και την καθημερινότητά τους, ενόσω εκατοντάδες άνθρωποι προσπαθούν να φτάσουν εκεί. «Ζώντας εκεί, συνειδητοποίησα ότι ο όρος “έκτακτη ανάγκη” είναι ανούσιος. Κάθε μέρα είναι μια έκτακτη ανάγκη. Κάθε μέρα κάτι συμβαίνει.»