Το έργο:
Μέσα από ένα υπερρεαλιστικό πλαίσιο που όλα μοιάζουν να είναι φάλτσα, διαδραματίζεται μια απόλυτα ρεαλιστική ιστορία ενός οποιουδήποτε πολέμου του τώρα, του τότε ή του μετά. Ο συγγραφέας εμπνέεται από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και μέσα από το έργο του, δίνει χώρο στην ανθρώπινη ψυχή να πενθήσει την ύπαρξη της που ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να χαθεί, αν «ο ισχυρός» το θελήσει.
Στο έργο, ο Βίγκαν και η Γιάσμινσκα επαναπατρίζονται στο χωριό τους μετά τη λήξη του εμφυλίου αναζητώντας τη σορό του Βίμπκο, του χαμένου τους γιού που πολεμούσε. Η τοπική κοινωνία τους αντιμετωπίζει με καχυποψία αναζητώντας τρόπους να εκμεταλλευτεί οικονομικά το πένθος τους. Οι άνθρωποι, ζωντανοί ή νεκροί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μέσα εκμετάλλευσης για την παραγωγή κέρδους. Η μοναδική πηγή εσόδων του ζευγαριού είναι η κόρη τους, Ίντα, η οποία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μπλέχτηκε σε κύκλωμα σωματεμπορίας και πλέον εκπορνεύεται στην κεντρική Ιταλία. Η Ίντα βιώνει μια παράλληλη ιστορία εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ξεχασμένο από όλους -από το κράτος, τους διεθνείς φορείς, τους φίλους, τους συγγενείς ακόμα και από την ίδια τη ζωή- και μη έχοντας δικαίωμα διεκδικήσεων, καθώς στερείται οικονομικών πόρων, το ζευγάρι αποφασίζει να ανακαλύψει μόνο του το νήμα της οικογενειακής του ιστορίας. Μέσα από την προσωπική τους διαδρομή, προκύπτει η ιστορία της πολεμικής φρίκης ολόκληρου του 20ου αιώνα.
Η ομάδα The Young Quill καταπιάνεται με το έργο αυτό είκοσι χρόνια αφότου γράφτηκε, επικαιροποιεί το ερώτημα και αναρωτιέται αν η «πρόοδος» είναι τελικά η αξία που πρέπει να καθορίζει την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, ακόμα και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ο συγγραφέας:
Ο Ματέι Βίζνιεκ γεννήθηκε το 1956 στη Ρουμανία. Μεγαλώντας υπό τον σκιώδη φόβο ενός καταπιεστικού καθεστώτος, από πολύ νέος παθιάζεται με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Το 1984 δημοσιεύει και βραβεύεται για τα ποιήματα του. Ωστόσο, τα θεατρικά του έργα λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκαν, καθώς δεν θέλησε να μείνει σιωπηλός απέναντι στο καθεστώς. Τον Σεπτέμβριο του 1987 ζήτησε πολιτικό άσυλο στο Παρίσι και έκτοτε ζει στη Γαλλία, όπου και εργάζεται ως δημοσιογράφος και γράφει θεατρικά έργα στα γαλλικά.
Η θαρραλέα λογοτεχνική του προσέγγιση και η στάση του απέναντι σε πολιτικοκοινωνικά θέματα έχουν αποσπάσει αναγνώριση και θαυμασμό παγκοσμίως. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν παρουσιαστεί σε θέατρα σε όλο τον κόσμο. Στη Ρουμανία, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος έγινε ένας από τους πιο πολυπαιγμένους συγγραφείς της χώρας, με τριάντα και πλέον έργα του ανεβασμένα στο Βουκουρέστι και σε άλλες πόλεις της χώρας. Το 2009, το έργο του «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου της Αβινιόν.
Πληροφορίες
Θέατρο Μπέλλος: Κέκροπος 1, Πλάκα – Ακρόπολη, τηλ: 2103229889, 6948230899
Οκτώβριος 2023 – Φεβρουάριος 2024
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00
Έγραψαν για την παράσταση:
«Δεν το κρύβω πως καθώς είδα το έργο του να ανεβαίνει στο κυκλικό και ακόμα «νωπό» μετά την ανακαίνισή του θέατρο της Πλάκας, με την πλησμονή του θεατή που επενδύει το βράδυ του σε μια άγνωστη παράσταση και έργο, στο μυαλό μου ήλθε ξαφνικά το Θέατρο Τέχνης του Κουν… Ισως γιατί με διαπέρασε μια ριπή συνενοχής μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή, παρμένη από την ατμόσφαιρα που κάποτε περιέγραφε τις ιστορικές προσπάθειες του Ορφέα με τους νέους, ξένους συγγραφείς. Ισως πάλι γιατί το έργο που συνάντησα στο «Μπέλλος» υπήρξε κάτι περισσότερο για μένα από μια βραδιά «καλού θεάτρου»: ήταν μια αποκάλυψη.»
Γρηγόρης Ιωαννίδης, Εφημερίδα Συντακτών
«Αυτά τα στοιχεία εκμεταλλεύτηκε και τόνισε ακόμη περισσότερο η ευφάνταστη σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου. Οι συμβολισμοί, ο λυρισμός, το παραμυθικό στοιχείο, ο υπερρεαλισμός παντρεύονται σε ένα θέαμα που αιωρείται μεταξύ της αγαλλίασης που προκαλεί η τέχνη και της βαθιάς φρίκης που φέρνει το αντίκρισμα των σκοτεινότερων πτυχών της ανθρώπινης εμπειρίας. Η απόφαση της σκηνοθέτριας να αποδώσει τους συμπληρωματικούς χαρακτήρες του έργου (τον Νέο Γείτονα, την Τρελή Γριά κ.ά.) σαν καρικατούρες που βγήκαν από κάποιο παράδοξο γκροτέσκο παραμύθι, τη δικαιώνει απόλυτα.»
Τώνια Καράογλου, αθηνόραμα
«Μία ώριμη, σύγχρονη και θαρραλέα σκηνοθετική προσέγγιση του έργου του Βίζνιεκ από την Αικατερίνη Παπαγεωργίου που δείχνει να αποκτά τη δική της ιδιοσυγκρασιακή θέση στο ελληνικό θέατρο, μία καταβύθιση στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και ένα αναδυόμενο ερώτημα για το αν η «πρόοδος» είναι τελικά η αξία που πρέπει να καθορίζει την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, ακόμα και τον ίδιο τον άνθρωπο. Συστήνεται για όλους και τους καιρούς αυτούς επιβάλλεται να τη δείτε…»
Γεωργία Οικονόμου, News 247
«Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου εναρμόνισε, σαν έτοιμη από καιρό, την ομάδα «The Young Quill», κομίζοντας ένα σκηνικό δημιούργημα ακέραιο, ισόρροπο, αισθητικά άρτιο, μετρημένο όσο και εμφαντικό, και, σίγουρα, λαμβάνοντας υπόψη το νεαρό της ηλικίας της, αξιοθαύμαστα ώριμο. Δεν αρθρώθηκε απλώς το έργο του Βίζνιεκ στη σκηνή του «Μπέλλος», πήρε μορφή μέσα από μια αναγεννητική πνοή και μια καθηλωτική, αναστοχαστική ματιά.»
Γιώργος Παπαγιαννάκης, culturenow
«Η επάνοδος ενός σπουδαίου έργου στην ελληνική σκηνή που αποδίδεται μέσα από μια ώριμη σκηνοθεσία και ερμηνείες αξιώσεων. Ανατρέχοντας με παρρησία στο μεταπολεμικό (της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας) σπουδαίο θεατρικό σύγγραμμα του Ρουμάνου Ματέϊ Βίζνιεκ, η Αικατερίνη Παπαγεωργίου ισορροπεί σοφά και επιδέξια στις υφολογικές αντιφάσεις του, αναδεικνύοντας την φρίκη της ανθρώπινης φύσης και τα αβάσταχτα δεινά του πολέμου»
Στέλλα Χαραμή, monopoli
«Ήταν ένα εξαιρετικό σύγχρονο πολιτικό θεατρικό έργο, (ίσως από τα καλύτερα που έχω δει τελευταία, που περπάτησε με γνώση, ευαισθησία, πικρό σαρκασμό, σουρεαλισμό και την ποίηση του μαγικού ρεαλισμού στην πυκνή ιστορία των Βαλκανίων, στην ιστορία των άγνωστων γειτόνων μας, στην ιστορία των πολέμων της, των χιλιάδων νεκρών της, των παλαιών και των νέων κρατών της.»
Ολγα Σελλά, oanagnostis
«Και είναι άξια επαίνου η ομάδα «The Young Quill» που το επέλεξε. Γιατί είναι και καλό έργο. O Βισνιέκ περνάει τους συμβολισμούς του με τρόπο ποιητικό αλλά και ανάλαφρο. Δομημένο σε 25 συν μία σκηνές, χαλαρά συνδεμένες γύρω από τον κεντρικό άξονα, βρήκε στο πρόσωπο της πολύ νεαρής Αικατερίνης Παπαγεωργίου, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, άνθρωπο ικανό και ευφάνταστο να το αναδείξει χωρίς εξυπνακισμούς, προσέχοντας τη λεπτομέρεια και εξαιρετικά ισορροπώντας το χιούμορ με την τραγωδία. Και μία σκηνοθέτρια ικανή να αναδείξει τα προσόντα των ηθοποιών της που παίζουν δύο και τρεις ρόλους ο καθένας και να τους δέσει γερά μεταξύ τους.[…] Μία παράσταση ιδιαίτερα προσεγμένη και συγκινητική αλλά όχι καταθλιπτική που πιστεύω πως θα μακροημερεύσει. Μην τη χάσετε!»
Γιώργος Σαρηγιάννης, totetartokoudouni
«Οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις, η διείσδυση στον ρόλο δημιουργούν μια συγκλονιστική σκηνική ατμόσφαιρα.Καταπληκτικοί και οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης με εντυπωσιακές ερμηνείες σε όλους τους ρόλους, που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν. Μια παράσταση που πρέπει να δουν όλοι και να προβληματιστούν για την μοίρα αυτού του κόσμου.»
Mαρία Μαρή, in2life
«Δυσκολεύομαι να κρύψω τη χαρά μου για αυτή την παράσταση: το θέατρο που υποστηρίζουν οι The Young Quill είναι ακριβώς αυτό που με ενδιαφέρει, αυτό στο οποίο πιστεύω. Τους ευχαριστώ για μια βραδιά όχι εύκολη, όχι κεφάτη ή ευχάριστη, αλλά σαφέστατα κερδισμένη.»
Γιώργος Βουδικλάρης, artivist
«Είναι πολλοί οι τρόποι με τους οποίους μας αφορά η παράσταση της ομάδας «The young quill» υπό τη λαμπρή καθοδήγηση της Αικατερίνης Παπαγεωργίου, στο θέατρο «Μπέλλος», που καταφέρνει να μας βυθίσει στον ερεβώδη βάλτο του πολέμου και κυρίως του τι γίνεται μετά τον πόλεμο, με τόσο ποιητικό όσο και ανατριχιαστικό τρόπο. Είναι οι εύθραυστες φωλιές νεκρών για τις οποίες μιλά ο νεκρός γιος.»
Ιωάννα Σωτήρχου, Εφημερίδα των Συντακτών
«Ένα σκοτεινό έργο θέλει μια σκοτεινή προσέγγιση για να βγάλει στην επιφάνεια τα άγρια ένστικτα του ανθρώπου. Το συναίσθημα είναι εκεί χωρίς να γίνεται μελούρα, ενώ οι ηθοποιοί υποστηρίζουν άψογα όσα –πραγματικά ωραία– είχε στο μυαλό της η σκηνοθέτις Αικατερίνη Παπαγεωργίου, κάνοντας τη βόλτα μέχρι το «Μπέλλος» να είναι ψυχωφέλιμη! Τι να είναι τελικά η λέξη πρόοδος αν όχι ένα έργο που σε κάνει να σκεφτείς;»
Άρης Γαβριελάτος, αθηΝΕΑ
«Όλοι οι ηθοποιοί της διανομής της, την δικαίωσαν. Πολύ σωστά έδωσε ζωτικό χώρο στους ηθοποιούς (νέους και παλαιότερους) να υπερασπιστούν τους ρόλους .Η σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου, λιτή, καθαρή, ισορροπημένη, καλά εστιασμένη και ευανάγνωστη βρήκε στόχο και ο κόσμος ανταπέδωσε γενναιόδωραου τους ανατέθηκαν, άλλοτε παίζοντας δραματικά και άλλοτε μετωπικά και αφηγηματικά. Απλά ειλικρίνεια, κατανόηση, μέτρο, πίστη, ενθουσιασμός. Αυτά κατέβηκαν στην πλατεία και κέρδισαν το κοινό.»
Μαρινέλλα Φρουζάκη, theatromania
«Η Παπαγεωργίου θέτει με τον τρόπο της αυστηρά ερμηνευτικά όρια και κανένας δεν ξεφεύγει και έτσι πρέπει! Όλοι ερμηνεύουν πάνω από έναν ρόλο και κρατάνε το μέτρο, ακολουθούν τον σφιχτό, αφηγηματικό, ρυθμό της παράστασης. Η παράσταση «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» είναι μια ελεγεία για το πένθος της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι η συνύπαρξη του υπερρεαλιστικού με το ρεαλιστικό και το ταπεινά μαγικό. Και ναι, αυτή την παράσταση με τον μεγάλο τίτλο αξίζει να τη δείτε.»
Aλέξανδρος Στεργιόπουλος, gazetta
«Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου δημιούργησε μια άρτια, άκρως σημειολογική παράσταση στην οποία σου μιλούν όλα. Με δυνατά χαρτιά στο χέρι της τα οποία θα αναφέρω παρακάτω, έφτιαξε μια παράσταση- αντιπολεμικό μανιφέστο, γεμάτη συμβολισμούς.Σφιχτοπλεγμένη, συγκινησιακά φορτισμένη όσο χρειάζεται για να αποφευχθεί το δράμα, με πολλά εντυπωσιακά σκηνοθετικά ευρήματα, με δύσκολους κώδικες νοηματικού βάθους, το έργο του Βίζνιεκ γίνεται στα χέρια της μια παράσταση από αυτές που δεν ξεχνιούνται.»
Λένα Σάββα, θέατρο.gr
«Οι ηθοποιοί, με καλή χημεία μεταξύ τους, μαγεύουν στους πολλαπλούς τους ρόλους. Η Μάνια Παπαδημητρίου (Μάνα/προαγωγός) δεν χρειάζεται συστάσεις. Έχει πολλά χιλιόμετρα υποκριτικής τέχνης πίσω της και αποσπά εύκολα από το θεατή το γέλιο αλλά κυρίως το δάκρυ. Ήταν ιδανική μάνα χαμένη στα σκοτάδια της, μ’αυτή την εμμονή την επανασύνδεσης να την κυριεύει μέχρι την ύστατη ώρα. Ο Πατέρας του Δημήτρη Πετρόπουλου ήταν μια πρόκληση καθώς με πολύ λιτό κείμενο, μ όλες αυτές τις μονολεκτικές του απαντήσεις -πολύ κοντά στη σιωπή θά’λεγε κανείς – καταφέρνει να δώσει την αξιοπρέπεια του ηττημένου, την εγκαρτέρηση και μια ενορατική στάση στα πράγματα που τον φέρνει πολύ κοντά με το πνεύμα του πεθαμένου γιού.»
Στεφανία Τσουπάκη, quinta