Η Γραμμή Δισταγμού είναι ένα δυνατό δικαστικό ψυχολογικό δράμα που διαδραματίζεται σε μια μικρή τουρκική πόλη.
Η ταινία ακολουθεί την Κανάν, μια ποινικολόγο που βρίσκεται διχασμένη ανάμεσα στις προσωπικές και επαγγελματικές της ευθύνες. Ενώ η μητέρα της βρίσκεται σε κώμα, η Κανάν πρέπει να υπερασπιστεί τον Μουσά, έναν νεαρό άνδρα κατηγορούμενο για τη δολοφονία του εργοδότη του. Η υπόθεση του Μουσά όμως δεν είναι απλή… Μυστικά και ψέματα έρχονται στην επιφάνεια, φέρνοντας στο φως ένα σκάνδαλο διαφθοράς και μία σκοτεινή οικογενειακή υπόθεση. Ποιός λέει την αλήθεια; Πόσες πλευρές έχει η αλήθεια αυτή; Και μέχρι πού θα φτάσει η ηρωίδα για να δικαιώσει τον πελάτη της;
Η αφοσίωση της Κανάν στον νεαρό κατηγορούμενο και η βαθιά επιθυμία της να τον αθωώσει, αντανακλά τις εσωτερικές συγκρούσεις της δικηγόρου με τη δικαιοσύνη, το οικογενειακό καθήκον και τη συνείδησή της. Η πίεση που υφίσταται αυξάνεται καθώς η αδελφή της, Μπελγκίν, την πιέζει να πάρει την απόφαση να διακόψει τη μηχανική υποστήριξη της μητέρας τους.
Η ταινία θίγει μερικά πολύ ενδιαφέροντα θέματα: την γυναίκα επαγγελματία στην πατριαρχική τουρκική κοινωνία, τα συχνά δυσδιάκριτα όρια μεταξύ προσωπικού και επαγγελματικού καθήκοντος, τα ηθικά διλήμματα και τις οικογενειακές εντάσεις που μπορούν να σε «συνθλίψουν», τον αυτοτραυματισμό και την ευθανασία. Αλλά και την διαφθορά και τις παθογένειες των χαοτικών τουρκικών δικαστηρίων, μέσα από καταστάσεις οικείες για τον έλληνα θεατή…
Με εντυπωσιακή λιτότητα, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δείξει την καθημερινότητα μιάς δικηγόρου που καλείται, την ίδια στιγμή, να διαχειριστεί σοβαρά προσωπικά ζητήματα ζωής και θανάτου, αλλά και μία κρίσιμη δίκη από την οποία εξαρτάται η ζωή ενός νέου ανθρώπου.
Ο Σελμάν Νατζάρ σκύβει με φυσικότητα στην καθημερινότητα της, δείχνοντάς μας την πραγματικότητα χωρίς να την φτιασιδώνει: η ηρωίδα του δεν εξιδανικεύεται, αντίθετα παρουσιάζεται με τις αντιφάσεις της. Τις μεγάλες αλλά και τις «μικρές» στιγμές της…
Ο τίτλος, Γραμμή Δισταγμού (Hesitation Wound), αναφέρεται όχι μόνο στις φυσικές ουλές του πελάτη της, του Μουσά, αλλά και στη συναισθηματική αβεβαιότητα της Κανάν, συνδέοντας την προσωπική της αναταραχή με την ευρύτερη κοινωνική διαφθορά που πολεμά στο δικαστήριο.
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, η ταινία του είναι ένας προβληματισμός γύρω από την πίεση των προσωπικών και επαγγελματικών ευθυνών, με την ηρωίδα του, Κανάν, να κινείται μεταξύ των απαιτητικών νομικών υποθέσεων και της ιδιωτικής της ζωής, ιδίως της άρρωστης μητέρας της.
Διερευνώντας την ψυχολογική επιβάρυνση της νομικής εργασίας, ειδικά σε ένα ελαττωματικό σύστημα δικαιοσύνης, και τη λεπτή γραμμή μεταξύ των ηθικών αποφάσεων και των ανθρώπινων συναισθημάτων, ο Νατζάρ, εστιάζοντας σε μία μόνο νύχτα στη ζωή της Κανάν, μιλά για το βάρος των επιλογών και το πώς αυτές αποκαλύπτουν βαθύτερες αλήθειες για την ηθική και τη δικαιοσύνη. Στόχος του, όπως λέει, ήταν να κρατήσει την αφήγηση οικεία αλλά και συναρπαστική, αποτυπώνοντας τις έντονες, συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές λήψης αποφάσεων τόσο στη δικαστική αίθουσα όσο και στο σπίτι.
«Το μινιμαλιστικό, σχεδόν κλειστοφοβικό σκηνικό της ταινίας και το στυλ αφήγησης σε πραγματικό χρόνο», εξηγεί, «ήταν σκόπιμες επιλογές για να αυξηθεί η συναισθηματική ένταση. Η Γραμμή Δισταγμού είναι μια μελέτη χαρακτήρα που θέτει ευρύτερα κοινωνικά ερωτήματα σχετικά με τη δικαιοσύνη, το καθήκον και την προσωπική θυσία».