Το έργο
Ένας μοναχικός αλήτης περιπλανώμενος οδοιπόρος, που ζει σε ένα πάρκο κάπου στην παιδική μας ηλικία – γνωρίζει αναπάντεχα και από το πουθενά πώς ο χρόνος μπορεί να καταστρέψει την αγάπη. Δεν μας μιλάει γιατί δεν έχει τίποτα να πει – αλλά μας διασκεδάζει σαν παιδί που ξέχασε να μαζέψει τα παιχνίδια του. Έχει μία μαγική τσέπη από όπου εμφανίζει και εξαφανίζει τους κόσμους που μας μεγάλωσαν – ομπρέλες, πανοπλίες, άλογα, ηλεκτρικές σκούπες και γιγαντιαία κατσαβίδια. Στέκεται με απορία μπροστά στο κοινό που τον παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Μα εγώ; Μπορεί να έχω το οτιδήποτε ενδιαφέρον επάνω μου; Μέχρι που το καλοκαίρι, μπαίνει εκείνη, εκείνο, εκείνος. Το άλλο – ο άλλος – η άλλη. Και ερωτεύεται ο αλήτης για πρώτη φορά. Την ιδανική του εκδοχή. Και την υπερασπίζεται έπειτα από μάχες, προσπάθειες, απελπισίες. Διασκεδάζοντας τον εαυτό του και το κοινό, ανακαλύπτει ότι όταν βρει κανείς / καμιά την ιδανική του / της εκδοχή πρέπει να την ακολουθήσει – μέχρι τα σύννεφα και ακόμη παραπάνω. Να σταματήσει τον χρόνο και να εμπιστευτεί την ουτοπία της συνύπαρξης με το ΟΛΟΚΛΗΡΟ του – το εξυψωτικό του εγώ δηλαδή το εμείς χωρίς καθυστερήσεις, διεκδικήσεις, απαιτήσεις. Ένα εμείς στην σκηνή του κόσμου.
Η παράσταση
Βασίζεται στην μιμική υποκριτική, στην κίνηση, τις χειρονομίες και την ανοιχτή επικοινωνία με το κοινό. Είναι μία πρό(σ)κληση στην φαντασία όλων των εμπλεκόμενων πλευρών – χώρου, χρόνου, κοινού, ηθοποιού, δρόμου που περνάει από μέσα και απ’ έξω, γειτονιάς, πόλης και γαλαξία. Σαν βουβή ταινία στα γυρίσματα της οποίας γινόμαστε μάρτυρες. Σαν μία μικρή γιορτή χωρίς τις διαμεσολαβήσεις της ενηλικίωσης.
«Ο Θωμάς Βελισσάρης έχει εκφραστική δύναμη, αυτοσχεδιαστική ευελιξία και σωματική κυριολεξία… Μια ώρα συγκίνησης και νοσταλγίας, χωρίς εξεζητημένα εφέ, με δεξιότητα και –το κυριότερο– με συνειδητή αθωότητα είναι η ιδανική ίσως υπενθύμιση μιας μακράς και ηρωικής καλλιτεχνικής προσπάθειας…» (Γρηγόρης Ιωαννίδης)
«Χωρίς λόγο, με μόνο βοήθημα το σώμα και ό,τι μπορεί να βγει μέσα από αυτό, ο Βελισσάρης μετακινεί τον ήρωά του από εποχή σε εποχή, από συναίσθημα σε συναίσθημα με την ευελιξία βιρτουόζου, την επικοινωνιακή δυναμική κλόουν και τα κινηματογραφικά ντεσού Σαρλό. […] Καρέ καρέ στήνει και ξεστήνει έναν ολόκληρο κόσμο που μόνο με τα μάτια της (παιδικής μας) φαντασίας μπορούμε να δούμε. Με περίσσευμα αγάπης, με τρυφερότητα και άφθονο ταλέντο, ο δοσμένος αυτός θεατρίνος, μέσα σε πενήντα λεπτά κεντά ένα θέαμα υψηλής αισθητικής και άκρας ευαισθησίας. Μια παράσταση που μας κάνει ξανά παιδιά. (Σάββας Παρσαλίδης)