Ένας ισχυρός ανώνυμος άνδρας έχει αναπτύξει ένα ασυνήθιστο χόμπι. Αγοράζει αιωνόβια δέντρα, ορισμένα ψηλά σαν δεκαπενταώροφα κτίρια, από παράκτιες κοινότητες της Γεωργίας και τα ξεριζώνει για να τα φυτέψει στον ιδιωτικό του κήπο. Μια ωδή στον ανταγωνισμό ανθρώπου και φύσης, και συγχρόνως μια ιδιότροπη διερεύνηση του μεταφορικού «ξεριζωμού», η ταινία απεικονίζει τις ανάγκες και τις αξίες της σύγχρονης γεωργιανής κοινωνίας, ενώ στοχάζεται πάνω στην ακούσια μετακίνηση και τη εκούσια στασιμότητα.
A powerful man and anonymous man has developed an unusual hobby. He buys century-old trees, some as tall as 15-story buildings, from communities along the Georgian coast and has them excavated to collect them for his private garden. An ode to the rivalry between men and nature, and at the same time a whimsical investigation of “uprootedness” as a metaphor, the film portrays the needs and values of today’s Georgian society, while reflecting on forced movement and willing stasis.