Atlantics
Ματί Ντιόπ, Γαλλία, 2009, 15'
Μια φωτιά που ανάβει στην καρδιά της νύχτας μαζεύει γύρω της τρεις άνδρες που μοιράζονται το βίωμα της αναγκαστικής μετακίνησης, αλλά και τα χιλιάδες πνεύματα των ανθρώπων που χάθηκαν στα ανοιχτά της θάλασσας, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στον ορίζοντα. Ανοίγοντας με μια υπαινικτική σκηνή που συνδέει τους τροχούς της μηχανής του πλοίου με την ανέμη που ξετυλίγει τον μίτο της ιστορίας, η Ματί Ντιόπ μιλά με αξιοθαύμαστη αφηγηματική οικονομία για τα θραύσματα των ψυχών που ξυπνούν από τον πυρετό της φυγής, που είναι πάντα «ένας νυχτερινός εισβολέας που πιάνει τον ασθενή σε βαθύ ύπνο». Το Atlantiques, μια κάψουλα πυκνού κινηματογραφικού χρόνου, μοιάζει με spin-off ή προοίμιο της ταινίας Atlantique (2019), η οποία έχρισε τη σκηνοθέτιδα την πρώτη μαύρη γυναίκα που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών. Σε αυτό το πέρασμα του ωκεανού από τον πληθυντικό αριθμό στον ενικό θυμόμαστε πόσο συχνά βρέθηκε η λέξη «φαντάσματα» (spooks) στα χείλη ρατσιστών, αλλά και ότι η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι παρά μια ιστορία της μετανάστευσης.
Mati Diop, France, 2009, 15'
A fire glowing in the heart of the night gathers around it three men who share the experience of forced movement, as well as the thousands of spirits of people lost at sea, seeking a better future on the horizon. Opening with an evocative scene that links the wheels of the boat’s engine with the spinning wheel that winds the thread of the story, Mati Diop weaves an admirably succinct narrative about the fragments of spirits awakening from the fever of flight, which is always “a nightly invader that strikes the patient during deep sleep.” Atlantics (Atlantiques), a capsule of dense cinematic time, is like a spin-off or a prequel of the 2019 film Atlantique (also titled Atlantics in English), which made its director the first Black woman director to win an award at Cannes. As the ocean passes from the plural to the singular, we remember how often the word “spooks” has appeared on the lips of racists, and how the history of humanity is nothing but a history of migration.
Yella
Κρίστιαν Πέτζολντ, Γερμανία, 2007, 90'
Ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του ρεύματος που αποτυπώθηκε στην παγκόσμια κινηματογραφική κριτική ως «Σχολή του Βερολίνου» για να προσδιορίσει ένα ετερογενές σύνολο κινηματογραφιστών της Γερμανίας μετά την Πτώση του Τείχους ολοκληρώνει την «Τριλογία των φαντασμάτων» με μια ταινία που παίρνει τον τίτλο της από το όνομα της κεντρικής της ηρωίδας. Το πορτρέτο της Γέλλα, μιας γυναίκας που φεύγει από την Ανατολική Γερμανία για να δοκιμάσει την τύχη της στη Δυτική και στον παράδεισο της «ανάπτυξης», ταυτίζεται εδώ με το πορτρέτο μίας χώρας που συναντάει μετά από καιρό το άλλο της μισό, μόνο που έχει ακόμη πιο έντονη τη συλλογική αίσθηση του ανολοκλήρωτου και του μη πραγματικού. Ξεκινώντας μ’ έναν πάταγο –με μια γυναίκα που βγαίνει αιμόφυρτη από ένα τροχαίο ατύχημα, σε μια σκηνή-αναφορά στη θρυλική ταινία τρόμου Το καρναβάλι των ψυχών (1962)– και τελειώνοντας με έναν λυγμό, η κάμερα του Πέτζολντ χαρτογραφεί τις κούφιες επιθυμίες και τις ματαιώσεις που στοιχειώνουν το τοπίο της Ευρώπης στο γύρισμα του αιώνα, λίγο πριν από την οριστική οικονομική, πολιτική και κοινωνική του μεταμόρφωση.
Christian Petzold, Germany, 2007, 90'
The most important exponent of what came to be called the Berlin School – an attempt by international critics to designate a diverse range of filmmakers working in Germany after the fall of the Berlin Wall – here completes his Gespentser (“Ghosts”) Trilogy with a film that takes its title from the name of its female lead. This portrait of Yella, a woman who leaves East Germany to try her luck in the West, that paradise of “progress”, is equated here with the portrait of a country meeting its other half after many years only to experience, yet more intensely, a collective sense of the inconsummate and non-real. Opening with a bang – a woman emerges from a car accident covered in blood, in a scene that references the classic horror film Carnival of Souls (1962) – and ending with a whimper, Petzold’s camera charts the hollow desires and frustrations haunting the landscape of Europe around the turn of the century, a little before its definitive financial, political, and social transformation.