Το 1976 ξεκινάει η δεύτερη δίκη του Πιέρ Γκολντμάν, ακροαριστερού ακτιβιστή που είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τέσσερις ένοπλες ληστείες, μία από τις οποίες είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο δύο φαρμακοποιών. Στην τελευταία δίκη υποστηρίζει την αθωότητά του και μέσα σε λίγες εβδομάδες γίνεται είδωλο της διανοούμενης Αριστεράς. Ο Ζωρζ Kιεγμάν, νεαρός δικηγόρος, τον υπερασπίζεται. Σύντομα όμως η σχέση τους γίνεται τεταμένη. Ο Γκολντμάν καταφέρνει να δημιουργήσει χάος στη δίκη ρισκάροντας τη θανατική ποινή…
Ο γάλλος Σεντρίκ Καν, που στο παρελθόν καταπιάστηκε με άλλη μία πραγματική υπόθεση, αυτή του ιταλού κατά συρροή δολοφόνου Roberto Succo στην ομώνυμη ταινία, αυτή την φορά επιλέγει να φωτίσει μία πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, που ακόμα και σήμερα συζητιέται στη Γαλλία. Εστιάζοντας μάλιστα σε όσα διαδραματίζονται μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου και καταφέρνοντας να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Αφορμή για την ταινία στάθηκε το βιβλίο του Γκολντμάν «Σκοτεινές αναμνήσεις ενός Πολωνοεβραίου γεννημένου στη Γαλλία».
Η δίκη Γκολντμάν άφησε ιστορία στην Γαλλία ως μία πολιτική στην ουσία δίκη του πολωνό-εβραίου επαναστάτη Γκολντμάν, που συμμετείχε στον Μάη του ’68 και υπήρξε «παιδί του ολοκαυτώματος». Μία πολύκροτη δίκη (που παρακολούθησαν και σταρ της εποχής όπως η Σιμόν Σινιορέ) στην οποία από τους μεν ιδεολογικούς αντιπάλους του επιχειρείται η στοχοποίησή του για κοινά εγκλήματα του ποινικού δικαίου, ενώ την ίδια στιγμή, η Γαλλική αριστερά τον θυματοποιεί και επιδιώκει την ηρωοποίησή του -ασχέτως της δικαστικής έκβασης.
Ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί το πορτραίτο μιας ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας, ενός μαχητικού επαναστάτη που αφέθηκε στους “δαίμονές” του, αλλά ταυτόχρονα μιας κοινωνίας που ταλανίζεται απο ρατσισμό και αδικία, τα ίχνη της οποίας είναι ακόμα ορατά στη Γαλλία. Στην ταινία σκύβει ιδιαίτερα πάνω στη σύνθετη σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του Γκολντμάν και του συνηγόρου του Κιεγμάν, με τον οποίο έχουν κοινές καταβολές, αλλά πολύ διαφορετική στάση απέναντι στα πράγματα. Και οι δύο είχαν γονείς που εγκατέλειψαν τη θρησκεία και ασπάστηκαν τα ιδεώδη του κομμουνισμού. Όμως ακολούθησαν διαφορετικές πορείες.
Ο Σεντρίκ Καν σημειώνει για την ταινία: «Πήραμε πολλές ελευθερίες, αλλα την ίδια στιγμή ήμασταν απόλυτα πιστοί στα γεγονότα. Ο Γκολντμάν ήθελε να απολύσει τον συνήγορό του μία εβδομάδα πριν την δίκη. Και ο Κιεγμάν τον υπερασπίστηκε σε ένα κλίμα εχθρότητας και δυσπιστίας, κι αυτό είναι ακόμα περισσότερο προς τιμήν του».
Αυτό που, όπως λέει, τον εντυπωσίασε περισσότερο στον Πιερ Γκολντμάν είναι ο λόγος του, ο τρόπος ομιλίας του. «Είχε ένα χάρισμα που αυτομάτως έφερνε τον κόσμο στο πλευρό του».
«Μία δίκη είναι μια μάχη που δίνεται με τη γλώσσα. Καθαρή διαλεκτική. Το θέμα αυτής της ταινίας είναι η διαλεκτική».
Από επιλογή, όπως λέει, δεν επέλεξε φλασμπακ ούτε μουσική. «Δεν ήθελα να κατευθύνω τον θεατή. Ήθελα να τον βάλω στη θέση του ενόρκου.Το θέμα υπαγόρευε την φόρμα της ταινίας».
Ένα δικαστικό δράμα για τη φύση της δικαιοσύνης, τα ηθικά διλήμματα και τον πολιτικό διχασμό που σφράγισαν την δεκαετία του ‘70, βασισμένο στην «δίκη του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε στην εποχή της. Μια δίκη που δίχασε μία ολόκληρη χώρα και μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ της συντηρητικής δεξιάς και των αριστερών διανοούμενων, του παλαιού και του νέου, των νεαρών ιδεαλιστών και των δυνάμεων του νόμου και της τάξης που κατηγορούνται για βία.