Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η Γαλλία δεν είναι πια η μεγάλη αποικιοκρατική δύναμη που ήταν κάποτε. Μόνο λίγες στρατιωτικές βάσεις στο εξωτερικό της έχουν απομείνει, όπως αυτή στην αφρικανική νησιωτική χώρα της Μαδαγασκάρης.
Στο εξωτικό νησί των ’70s, ένα ευαίσθητο οκτάχρονο αγόρι που λατρεύει τα κόμικς προσπαθεί να αφομοιώσει τον τροπικό παράδεισο γύρω του. Η ζωηρή φαντασία του φουντώνει από τα ερεθίσματα που δέχεται, και αρχίζει να κοιτά με διαφορετικό μάτι τα πράγματα -και τα κορίτσια- γύρω του, ανακαλύπτοντας μια διαφορετική πραγματικότητα… Σύντομα, όμως θα έρθει αντιμέτωπο με τον κόσμο των μεγάλων και τις πρώτες ρωγμές στην ιδανική εικόνα που έχει πλάσει γι’ αυτόν ο περίγυρος.
ντλώντας από προσωπικές μνήμες, ο Ρομπίν Καμπιγιό του 120 Χτύποι το Λεπτό σκηνοθετεί μια φαινομενικά διακριτική αλλά αφάνταστα πλούσια σε λεπτομέρειες ιστορία ενηλικίωσης, τοποθετημένη στο τέλος της αποικιοκρατίας. Η Ιστορία και η νοσταλγία συγκρούονται με τη λογική και την ηθική, κι ο σκηνοθέτης κρύβει μαεστρικά την ουσία σ’ όσα δεν λέγονται, ταυτίζοντας τη ματιά του θεατή μ’ αυτήν του μικρού ήρωά του.
«Αν και παιδί, και χωρίς να έχω καμία συναίσθηση του τι είναι αποικιοκρατία, ένοιωθα πως εμείς οι Γάλλοι είμαστε κομμάτι μιας ανωμαλίας στο νησί», εξομολογείται ο σκηνοθέτης, ο οποίος έζησε μικρός σε παρόμοιες συνθήκες. «Αν και θυμάμαι τα πάντα από εκείνη την περίοδο, όπως τους κροκόδειλους που μας αγόρασε ο μπαμπάς, και είχα μια νοσταλγία για όσα έζησα εκεί, δεν ήθελα ποτέ να επιστρέψω πριν την ταινία. Νοιώθω πως η Μαδαγασκάρη ήταν ένας κλεμμένος παράδεισος. Και δεν μιλώ μόνο για τους φυσικούς πόρους του νησιού, αλλά και για την ίδια του την ομορφιά».
Σε αυτό το τρυφερό δράμα από την οπτική γωνία του παιδιού, κινηματογραφημένο σε ένα εξωτικό τοπίο όπου σπανίως γυρίζονται ταινίες, ο Ρομπίν Καμπιγιόμας παραδίδει μια ταινία για το τέλος της αθωότητας και την αρχή ενός πιο αδυσώπητου κόσμου, που δεν είναι άλλος από τον κόσμο των μεγάλων.
Ανασυνθέτοντας θαυμαστά την εποχή στον τροπικό αυτό παράδεισο, όπου οι Γάλλοι στρατιωτικοί και οι καταπιεσμένες συμβίες τους ζουν σε μια “γυάλα”, δίνοντας έμφαση και στην πιο μικρή λεπτομέρεια μίας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μιλήσει για το προσωπικό αλλά και το συλλογικό, και για το πόσο εγωκεντρικά αντιμετωπίζουμε τη ζωή, συχνά αγνοώντας τα μικρά δράματα που εκτυλίσσονται δίπλα μας (ακόμα κι όταν αυτά οφείλονται σε μας). Ταυτόχρονα σκύβει με μαεστρία στον παιδικό ψυχισμό (με απαράμιλλες τις σκηνές όπου το παιδί κρυφακούει και κατασκοπεύει τους μεγάλους), αλλά και στην ψυχολογία των νεαρών γαλλίδων συζύγων που ασφυκτιούν από βαρεμάρα στην ξενιτιά, αποξενωμένες από τους συντρόφους τους.
Ένα έμμεσο σχόλιο στην αποικιοκρατική Γαλλία και την επίδρασή της στη ζωή άλλων λαών, χρόνια μετά την κατ΄ όνομα ανεξαρτησία τους.