Σε μια μικρή σουηδική πόλη ένα τυπικό αστικό ζευγάρι ζει ήσυχα τη ζωή του χωρίς πολλές διακυμάνσεις και εκπλήξεις. Αυτή είναι νοικοκυρά και μητέρα τριών παιδιών, και αυτός είναι γιατρός. Η οικογενειακή τους ηρεμία διαταράσσεται όταν γίνονται φίλοι με έναν αμερικανοεβραίο αρχαιολόγο, που εργάζεται στην ανασκαφή μια παλιάς εκκλησίας. Ο Έλιοτ Γκουλντ, στο ρόλο του νεαρού αρχαιολόγου, θα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά την Μπίμπι Άντερσον, η οιποία, παρόλο που αγαπά τον Μαξ φον Σίντοφ, τον άντρα της, παρόλο που ζει ευτυχισμένη, θα ενδώσει στο πάθος του ξένου άντρα. Όμως αυτό το πάθος θα αποδειχθεί θυελλώδες. Ο αρχαιολόγος, που είναι επιζών του Ολοκαυτώματος, είναι συναισθηματικά ταραγμένος και φοβισμένος, γεγονός που θα δημιουργήσει μεγάλες εντάσεις στη σχέση τους – ο Γκουλντ θα φτάσει ακόμα και στη φυσική βία. Ο σύζυγος σιγά – σιγά θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται τη ζοφερή πραγματικότητα, και η κατάσταση θα εκτραχύνεται σταδιακά, κάτι που αποτυπώνει στο φιλμ με ενάργεια και ευαισθησία ο μεγάλος Σουηδός οτέρ, βυθομετρώντας με το φακό του τη συναισθηματική άβυσσο των ηρώων του. Η ταινία, αν και γυρισμένη στη Σουηδία, είναι η πρώτη αγγλόφωνη δουλειά του Μπέργκμαν. Παρά το ότι οι κριτικές στην εποχή της ήταν αντιφατικές, θεωρείται σήμερα το παραγνωρισμένο του αριστούργημα. Για τον βασικό ανδρικό ρόλο οι Αμερικάνοι παραγωγοί πρότειναν στον Μπέργκμαν τους Πολ Νιούμαν, Ντάστιν Χόφμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ, όμως ο σκηνοθέτης επέμεινε να δώσει τον ρόλο στον Έλιοτ Γκουλντ. Στην Επαφή συνεργάστηκε για τελευταία φορά με τον Μαξ φον Σίντοφ.